πέλωρον

Revision as of 07:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, = πέλωρ, of the Gorgon, Il.5.741, Od. 11.634; of the offspring of the earth, Hes. Th. 295, cf. 845, 856; of a large stag, Od.10.168; of the enchanted animals of Circe, ib. 219; πέλωρα θεῶν portents sent by the gods, Il.2.321.—Prop. neut. from sq.

German (Pape)

[Seite 552] τό, = πέλωρ, Ungeheuer, Ungethüm; von der Gorgo, Il. 5, 741 Od. 11, 634; von den Ausgeburten der Erde, Hes. Th. 295, vgl. 845. 856; von einem großen Hirsche, Od. 10, 168; von den verzauberten Thieren der Kirke, 10, 219; πέλωρα θεῶν, von den Göttern gesendete Schreckbilder, Il. 2, 312; sp. D., Mosch. 4, 26, θεὰ τρέφεν αἰνὰ πέλωρα

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chose d'une grandeur ou d'une grosseur énorme ; prodige, monstre.
Étymologie: πέλωρ.

Greek (Liddell-Scott)

πέλωρον: τό, = πέλωρ, θηρίον, τέρας, ἐπὶ τῆς Γοργόνος, Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· ἐπὶ τῶν τέκνων τῆς γῆς, Ἡσ. Θ. 295, πρβλ. 845, 856· ἐπὶ μεγάλης ἐλάφου, Ὀδ. Κ. 168· ἐπὶ τῶν μεμαγευμένων ζῴων τῆς Κίρκης, Κ. 219· πέλωρα θεῶν, σημεῖα πεμπόμενα ὑπὸ τῶν θεῶν, Ἰλ. Β. 321. - Κυρίως οὐδέτ. ἐκ τοῦ ἑπομένου.

English (Autenrieth)

=πέλωρ, also pl.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (για τη Γοργόνα, για ζώα ασυνήθιστου μεγέθους και κυρίως για μεγάλο ελάφι, για τα μαγεμένα ζώα της Κίρκης) θηρίο, τέρας
2. φρ. («πέλωρα θεῶν» — σημεία φοβερά ή περίτρανα σταλμένα από τους θεούς, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» κατά τα ουδ. σε -ον].

Greek Monotonic

πέλωρον: τό, = πέλωρ, τέρας, τερατούργημα, παράδοξο τέρας,, λέγεται για τη Γοργόνα, σε Όμηρ.· λέγεται για μεγάλο ελάφι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τα ζώα που μεταμορφώθηκαν από την Κίρκη, στο ίδ.· πέλωρα θεῶν, οιωνός σταλμένος από τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πέλωρον: τό
1) чудовище Hom., Hes.;
2) чудо, чудесное знамение (πέλωρα θεῶν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέλωρον -ου, τό [πελώριος] monster; ook voorteken:. πέλωρα θεῶν voortekenen afkomstig van de goden Il. 2.321.

Middle Liddell

πέλωρον, ου, τό, = πέλωρ
a monster, prodigy, of the Gorgon, Hom.; of a large stag, Od.; of the animals transformed by Circe, Od.; πέλωρα θεῶν portents sent by the gods, Il.