παλίλλογος

Revision as of 07:43, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, (λέγω B) collected again, Il.1.126.

German (Pape)

[Seite 448] 1) wieder gesammelt, λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ' ἐπαγείρειν, das schon Vertheilte wieder zusammen zu bringen, Il. 1, 126, VLL. erkl. παλισύλλεκτα. – 2) das Gesagte wiederholend, widerrufend (?).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rassemblé ou recueilli de nouveau.
Étymologie: πάλιν, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίλλογος: -ον, (λέγω Β, συλλέγω), ὁ ἐξ ὑπαρχῆς, συναγόμενος, Ἰλ. Α. 126.

English (Autenrieth)

(πάλιν, λέγω): gathered together again, Il. 1.126†.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια που ήδη έχει πει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λόγος].
(II)
παλίλλογος, -ον (Α)
αυτός που συναθροίζεται εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λόγος (< λέγω «συλλέγω»)].

Greek Monotonic

πᾰλίλλογος: -ον (λέγω, συλλέγω
I. αυτός που συλλέγεται πάλι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (λέγω, λέω) αυτός που επαναλαμβάνεται.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίλλογος -ον [πάλιν, λέγω] opnieuw verzameld.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίλλογος: (о разделенной было добыче) вновь собранный, отобранный назад Hom.

Middle Liddell

πᾰλίλ-λογος, ον, [λέγω2, λέγω3]
I. to gather collected again, Il.
II. repeated. λέγω to say]