παραδοτός

Revision as of 07:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, capable of being taught, Pl.Men.93b, Phld.Rh.1.369 S., D.L.4.12.

German (Pape)

[Seite 477] zu überliefern, zu lehren; Plat. Men. 93 b; D. L. 4, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 transmis, enseigné;
2 qu’on peut transmettre ou enseigner.
Étymologie: παραδίδωμι.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ παραδοθῇ, διδακτός, Πλάτ. Μένων 93Β, Διογ. Λ. 4. 12.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραδίδωμι
αυτός που μπορεί να διδαχθεί.

Greek Monotonic

παραδοτός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παραδοτός: [adj. verb. к παραδίδωμι могущий быть переданным или преподанным Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραδοτός -ή -όν [παραδίδωμι] overdraagbaar.

Middle Liddell

παραδοτός, ή, όν
capable of being taught, Plat.