πλατυμέτωπος

Revision as of 08:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, with broad forehead, βόες Ael.NA12.19, cf. Heph.Astr.2.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à large front.
Étymologie: πλατύς, μέτωπον.

Greek (Liddell-Scott)

πλατυμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ μέτωπον, Αἰλιαν. π. Ζ. 12, 19, Γεωπον. 12, 2, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατυμέτωπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατύ μέτωπο, πλατυκούτελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + μέτωπον.