ποσθία

Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, A foreskin, Ph.2.211. II stye on the eyelid, Gal.12.741, Aët.7.84.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, das Gerstenkorn am Augenlide, Medic.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: πόσθη.

Greek (Liddell-Scott)

ποσθία: ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως κριθή, κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η ακροβυστία, η ακροποσθία
2. τοπικό οίδημα στα βλέφαρα, κριθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. ἀκροποσθία.