οίδημα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

το (Α οἴδημα) οιδώ
όγκος, εξόγκωμα, πρήξιμο, φούσκωμα
νεοελλ.
ιατρ. μη φυσιολογική άθροιση υγρών του οργανισμού στους μεσοκυττάριους χώρους του συνδετικού ιστού.