προκηρυκεύομαι
English (LSJ)
A have proclaimed by herald, give public notice, Is.Fr.162. 2 negotiate by herald, περὶ σπονδῶν And.3.3; πρός τινας Aeschin.2.172.
German (Pape)
[Seite 730] dep. med., durch den Herold ausrufen od. verkündigen lassen, Isae. bei Poll. 4, 94; περὶ σπονδῶν, Unterhandlungen anknüpfen, Andoc. 3, 3; πρός τινα, Aesch. 2, 172; D. Cass. oft.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
προκηρῡκεύομαι: ἀποθ., προκηρύσσω διὰ κήρυκος, δημοσίᾳ ἀναγγέλλω, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 94· διὰ κήρυκος διαπραγματεύομαι, περί τινος Ἀνδοκ. 23. 45· πρός τινα Αἰσχίν. 51. 14.
Greek Monolingual
Α
1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ δημόσια διά μέσου κήρυκα
2. διαπραγματεύομαι διά μέσου κήρυκα («προκηρυκεύεσθαι περὶ σπονδῶν», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρυκεύω «γνωστοποιώ, διακηρύσσω»].
Greek Monotonic
προκηρῡκεύομαι: αποθ., προκηρύσσω με κήρυκα, σε Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκηρυκεύομαι [προκηρύσσω] onderhandelingen aanknopen.
Russian (Dvoretsky)
προκηρῡκεύομαι: объявлять через глашатая (πρός τινα Aeschin.).