κοινοποιώ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Greek Monolingual
(AM κοινοποιῶ, -έω) κοινοποιός
κάνω κάτι δημόσια γνωστό, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινολογώ (α. «κοινοποίησε τους αρραβώνες του» β. «η απόφαση της κυβέρνησης θα κοινοποιηθεί αύριο» γ. «κοινοποιήθηκε σήμερα ο πλειστηριασμός» δ. «κοινοποιεῖ τήν ἀλήθειαν», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
αποστέλλω ή επιδίδω σε κάποιον δημόσιο έγγραφο ή δικόγραφο ή απλό έγγραφο που τον αφορά (α. «μού κοινοποιήθηκε η απόφαση της έφεσης» β. «του κοινοποίησαν τον διορισμό του»)
μσν.
φρ. «κοινοποιώ τι» — δείχνω τα κοινά σημεία ενός πράγματος με κάτι άλλο
μσν.-αρχ.
συνάγω γενικό συμπέρασμα
αρχ.
1. κάνω κάτι κοινό, κάνω ώστε η κτήση ή η χρήση ενός πράγματος να περιέλθει σε περισσότερα άτομα
2. (για μυστήρια) αποκαλύπτω
3. θεωρώ κάτι ως κοινό.