πρόθρονος

Revision as of 08:44, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège en avant.
Étymologie: πρό, θρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, Ἀνθ. Π. 8. 116.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πρόεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θρόνος.

Greek Monotonic

πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πρόθρονος:председатель, глава (εὐγενέων Anth.).

Middle Liddell

πρό-θρονος, ὁ,
a president, Anth.