σπονδῖτις

Revision as of 09:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, she who makes a libation, making a σπονδή, AP6.190 (Gaet.).

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
qui sert aux libations.
Étymologie: σπονδή.

Greek (Liddell-Scott)

σπονδῖτις: -ίδος, ἡ, ἡ κάμνουσα σπονδήν, τῆς σπονδῆς, Ἀνθ. Π. 6. 190.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
αυτή που κάνει σπονδήσταγόνα σπονδῑτιν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα -ῖτις (πρβλ. σελην-ῖτις)].

Greek Monotonic

σπονδῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προσφέρει σπονδή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σπονδῖτις: ῐδος adj. f служащая для возлияний (σταγών Anth.).

Middle Liddell

σπονδῖτις, ιδος,
making a σπονδή, Anth.