συμπεριέλκω

Revision as of 09:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

drag about together, in Pass., c. dat., PSI5.495.16 (iii B.C.), Placit.2.20.13.

French (Bailly abrégé)

tirer ou traîner ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιέλκω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριέλκω: περιέλκω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 190Β, Γαλην. 19. 276.

Greek Monolingual

Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].

Russian (Dvoretsky)

συμπεριέλκω: увлекать вокруг, уносить с собой: συμπεριελκόμενος τῇ κινήσει Plut. увлекаемый вращательным движением.