συνεξοκέλλω

Revision as of 09:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

intr., run aground together, c. dat., App.BC5.121: metaph., Plu.2.985c.

French (Bailly abrégé)

se laisser détourner en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξοκέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξοκέλλω: ἀμεταβ., ἐξοκέλλω ὁμοῦ, μεταφ., πορρωτέρω τοῦ πιθανοῦ συνεξοκείλας εἰς τὸν Ὀδυσσέα Πλούτ. 2. 985C.

Greek Monolingual

Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].

Russian (Dvoretsky)

συνεξοκέλλω: одновременно поворачивать, уклоняться (εἴς τινα Plut.).