exhortation
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. παρακέλευσις, ἡ, παράκλησις, ἡ, παραμυθία, ἡ, ἐπικέλευσις, ἡ, V. παρακέλευσμα, το. Mutual exhortation: P. διακελευσμός, ὁ. Counsel: P. and V. παραίνεσις, ἡ, νουθέτησις, ἡ, νουθέτημα, το.
subs.
P. παρακέλευσις, ἡ, παράκλησις, ἡ, παραμυθία, ἡ, ἐπικέλευσις, ἡ, V. παρακέλευσμα, το. Mutual exhortation: P. διακελευσμός, ὁ. Counsel: P. and V. παραίνεσις, ἡ, νουθέτησις, ἡ, νουθέτημα, το.