νουθέτησις

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθέτησις Medium diacritics: νουθέτησις Low diacritics: νουθέτησις Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΣΙΣ
Transliteration A: nouthétēsis Transliteration B: nouthetēsis Transliteration C: nouthetisis Beta Code: nouqe/thsis

English (LSJ)

νουθετήσεως, ἡ, admonition, warning, Eup.66; διδαχὴ καὶ νουθέτησις Pl.R. 399b, Epicur.Nat.72 G.; ῥάβδου νουθέτησις Pl.Lg.700c, etc.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'avertir, action d'admonester.
Étymologie: νουθετέω.

German (Pape)

ἡ, das ans Herz Legen, die Ermahnung; Eur. Herc.Fur. 1256; καὶ κολάσεις, Plat. Prot. 323e, öfter.

Russian (Dvoretsky)

νουθέτησις: εως ἡ увещевание, наставления, уговоры Eur., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεσις, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ τύπος νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139 «φαῦλος γὰρ ὁ Μενάνδρου νουθετισμός, ἐπίπληξις δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ ἐπιτίμησις» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.

Greek Monotonic

νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεση, προειδοποίηση, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

νουθέτησις, ιος, ἡ,
admonition, warning, Eur., Plat., etc.

English (Woodhouse)

admonition, chastening, counsel, rebuke

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)