παραίνεσις

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίνεσις Medium diacritics: παραίνεσις Low diacritics: παραίνεσις Capitals: ΠΑΡΑΙΝΕΣΙΣ
Transliteration A: paraínesis Transliteration B: parainesis Transliteration C: parainesis Beta Code: parai/nesis

English (LSJ)

παραινέσεως, ἡ, exhortation, address, A.Eu.707, Hdt.9.44, Th.2.45, etc.; παραίνεσιν ποιήσασθαι ib.88: c. gen. pers., advice or counsel given by a person, Hdt.5.11, 51: c. gen. rei, advice given for, advice given of, or advice given towards a thing, αἱ π. τῶν ξυναλλαγῶν Th.4.59; ἐπὶ γνώμης παραινέσει to recommend an opinion, Id.1.92; cf. παράκλησις ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 479] ἡ, das Zureden, die Ermunterung; Aesch. Eum. 677; Eur. Hel. 323; Her. 5, 11; παραίνεσιν ποιεῖσθαι = παραινέω, Thuc. 2, 88; καὶ ὑπόμνημα, 4, 95, öfter; Xen. Cyr. 3, 3, 50; παραίνεσιν γράφειν, Isocr. 1, 5; Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 exhortation, encouragement;
2 avis, conseil : τινος sur qch ; particul. recommandation.
Étymologie: παραινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραίνεσις -εως, ἡ [παραινέω] aansporing, raadgeving.

Russian (Dvoretsky)

παραίνεσις: εως ἡ увещевание, рекомендация, совет Her., Xen. etc.: αἱ παραινέσεις τῶν ξυναλλαγῶν Thuc. советы помириться; παραίνεσιν ποιεῖσθαι Thuc. убеждать.

Greek Monotonic

παραίνεσις: ἡ, προτροπή, σύσταση, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. προσ., συμβουλή ή γνώμη που δίνεται από κάποιον, σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ., συμβουλή που δίνεται για ή προς ένα πράγμα, σε Θουκ.· ἐπὶ γνώμης παραινέσει, προτείνω μια γνώμη, συστήνω κάτι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παραίνεσις: ἡ, παρόρμησις, παρακίνησις, συμβουλή, Αἰσχύλου Εὐμ. 707, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 2. 45, κτλ.· π. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 2. 88· μετὰ γενικ. προσ., συμβουλὴ ἢ γνώμη ἣν δίδει τις, Ἡρόδ. 5. 11, 51· μετὰ γεν. πράγμ., αἱ π. τῶν ξυναλλαγῶν, συμβουλὴ διδομένη περί τινος ἢ πρός τι, Θουκ. 4. 59· ἐπὶ γνώμης παραινέσει, πρὸς σύστασιν γνώμης τινός, ὁ αὐτ. 1. 92· πρβλ. παράκλησις ΙΙ.

Middle Liddell

παραίνεσις, εως,
an exhortation, address, Hdt., Attic; c. gen. pers. advice or counsel given by a person, Hdt.; c. gen. rei, advice given for or towards a thing, Thuc.; ἐπὶ γνώμης παραινέσει to recommend an opinion, Thuc.

English (Woodhouse)

admonition, advice, counsel, exhortation, recommendation, warning, recommending

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=συμβουλή). Ἀπό τό παραινέω -ῶ (=συμβουλεύω) → παρά + αἰνέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

adhortatio, encouragement, exhortation, 1.41.1, 1.92.1, 2.45.2, 2.88.1, 3.43.4, 4.59.3, 4.95.1, 4.126.1, 5.69.1, 5.69.2, 6.68.1, 8.76.3.