συνόλως

Revision as of 09:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.

Greek (Liddell-Scott)

συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

Α
βλ. σύνολος.

Russian (Dvoretsky)

συνόλως: в целом, вообще Isocr.