τυφλόστομος

Revision as of 09:39, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, with blind mouth, of rivers, Str.4.1.8; cf. τυφλός 11.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l'embouchure est obstruée.
Étymologie: τυφλός, στόμα.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλόστομος: -ον, ὁ ἔχων τυφλὸν στόμιον, πεφραγμένον, ἐπὶ ποταμῶν, Στράβ. 183· πρβλ. τυφλὸς ΙΙ. 2· τυφλοστόματα Νείλου Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 160, 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ποταμό) αυτός του οποίου το στόμιο είναι φραγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].

Greek Monotonic

τυφλόστομος: -ον, αυτός που έχει «τυφλό» στόμιο, φραγμένο, λέγεται για ποταμούς, σε Στράβ.

Middle Liddell

τυφλό-στομος, ον,
with blind mouth, of rivers, Strab.