τυφλόστομος

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφλόστομος Medium diacritics: τυφλόστομος Low diacritics: τυφλόστομος Capitals: ΤΥΦΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: typhlóstomos Transliteration B: typhlostomos Transliteration C: tyflostomos Beta Code: tuflo/stomos

English (LSJ)

τυφλόστομον, with blind mouth, of rivers, Str.4.1.8; cf. τυφλός II.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l'embouchure est obstruée.
Étymologie: τυφλός, στόμα.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλόστομος: -ον, ὁ ἔχων τυφλὸν στόμιον, πεφραγμένον, ἐπὶ ποταμῶν, Στράβ. 183· πρβλ. τυφλὸς ΙΙ. 2· τυφλοστόματα Νείλου Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 160, 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ποταμό) αυτός του οποίου το στόμιο είναι φραγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος].

Greek Monotonic

τυφλόστομος: -ον, αυτός που έχει «τυφλό» στόμιο, φραγμένο, λέγεται για ποταμούς, σε Στράβ.

Middle Liddell

τυφλό-στομος, ον,
with blind mouth, of rivers, Strab.

German (Pape)

mit blinder, d.i. verstopfter, versandeter Mündung, Strab. 4.1.8.