τυφλόστομος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
τυφλόστομον, with blind mouth, of rivers, Str.4.1.8; cf. τυφλός II.2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l'embouchure est obstruée.
Étymologie: τυφλός, στόμα.
Greek (Liddell-Scott)
τυφλόστομος: -ον, ὁ ἔχων τυφλὸν στόμιον, πεφραγμένον, ἐπὶ ποταμῶν, Στράβ. 183· πρβλ. τυφλὸς ΙΙ. 2· τυφλοστόματα Νείλου Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 160, 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ποταμό) αυτός του οποίου το στόμιο είναι φραγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος].
Greek Monotonic
τυφλόστομος: -ον, αυτός που έχει «τυφλό» στόμιο, φραγμένο, λέγεται για ποταμούς, σε Στράβ.
Middle Liddell
τυφλό-στομος, ον,
with blind mouth, of rivers, Strab.
German (Pape)
mit blinder, d.i. verstopfter, versandeter Mündung, Strab. 4.1.8.