σύζυξ

Revision as of 09:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ,= σύζυγος, [ἵππος] Pl.Phdr.254a; of wedded pairs, E.Alc.921 (anap.), cf. CIG4175 (Aezani). II united, ἐπιμέλειαι Isoc.15.182.

German (Pape)

[Seite 972] υγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, Eur. Alc. 924; Plat. Phaedr. 254 a.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
c. σύζυγος.
Étymologie: σύν, ζυγόν.

Greek (Liddell-Scott)

σύζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· ἐπὶ ζευγῶν διὰ γάμου ἡνωμένων, Εὐρ. Ἄλκ. 921, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 4175. ΙΙ. ἡνωμένος, ἐπιμέλειαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 182.

Greek Monolingual

-υγος, ό, ἡ, Α
1. (κυρίως για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο ζυγόπάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», Πλάτ.)
2. ενωμένος
3. πληθ. oἱ, aἱ σύζυγες
άνδρας και γυναίκα ενωμένοι με τα δεσμά του γάμου, το ανδρόγυνο, οι σύζυγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ζυξ (βλ.λ. ζυγός), πρβλ. ομό-ζυξ].

Greek Monotonic

σύζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, λέγεται για παντρεμένο ζευγάρι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύζυξ: υγος adj. соединенный, связанный (ἐπιμέλειαι Isocr.).
ῠγος ὁ и ἡ
1) сотоварищ Plat.;
2) супруг, супруга Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύζυξ -υγος [σύζυγος] door het juk verbonden. Plat. Phaedr. 254a. overdr. verbonden (in een huwelijk). Eur. Alc. 921.

Middle Liddell

σύζυξ, ῠγος, = σύζυγος, of a wedded pair, Eur.]