ανδρόγυνο

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

και αντρόγυνο και αντρόγενο, το (Μ ἀνδρόγυνον)
ζεύγος νόμιμων συζύγων
μσν.
άνδρας και γυναίκα που συζούν.