ανδρόγυνο

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

και αντρόγυνο και αντρόγενο, το (Μ ἀνδρόγυνον)
ζεύγος νόμιμων συζύγων
μσν.
άνδρας και γυναίκα που συζούν.