супруг
From LSJ
Russian > Greek
νυμφευτής, νυμφευτάς, λέχος, ἀκοίτης, γαμέτης, ἀνήρ, συγγεννήτωρ, σύζυξ, σύμβιος, θαλαμηπόλος, ὅμευνος, εὐνέτης, εὐνητήρ, εὐνατήρ, κουρίδιος, ὁμευνέτης, παρακοίτης, συγκοίμημα, σύλλεκτρος, συνάορος, σύνευνος, συνόμευνος