τανύσφυρος

Revision as of 09:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, with long taper ankles or feet, θυγάτηρ h.Cer.2, cf. 77; Ὠκεανῖναι Hes.Th.364, cf. Sc.35.

German (Pape)

[Seite 1068] mit gestreckten, langen, dünnen Knöcheln od. schlanksüßig; θυγάτηρ, παῖς, H. h. Cer. 2. 77, Ὠκεανῖναι, Hes. Th. 364, vgl. Sc. 35; Simmi. ov.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chevilles allongées, aux jambes fines.
Étymologie: τανύω, σφυρόν.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύσφῠρος: -ον, ὁ ἔχων εὐμήκεις (καλοκαμωμένους) πόδας, καλλίσφυρος, θυγάτηρ, παῖς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 2. 7· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 364, πρβλ. Ἀσπ. Ἡρ. 35.

Greek Monolingual

και τανίσφυρος, -ον, Α
αυτός που έχει μακριά και λεπτά σφυρά ή μακριά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + -σφυρος (< σφυρόν «πόδι»), πρβλ. λευχό-σφνρος. Ο τ. τανίσφυρος έχει σχηματιστεί είτε κατά το καλλί-σφυρος, είτε με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -υ- σε -ι-].

Greek Monotonic

τᾰνύσφῠρος: -ον (τανύω, σφυρόν), αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύσφῠρος: с длинными лодыжками, т. е. со стройными ногами (θυγάτηρ HH; Ὠκεανῖναι Hes.).

Middle Liddell

τᾰνύ-σφῠρος, ον, τανύω, σφυρόν
with taper ancles, Hes.