τρίστομος

Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, A three-edged or three-pointed, αἰχμή AP6.167 (Agath.); τ. δόρυ, of the trident, Max.Tyr.10.8; with three mouths, Ῥοδανός Str.4.1.8. II τρίστομον, τό, dub. sens., prob. place-name, in PTeb.112.2, al. (ii B. C., cf. ii p.405); σιτολόγοι Τριστόμου Ostr.1097 (ii A. D.), cf. BGU1072 iii 2 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1148] 1) dreimündig. – 2) dreischneidig, αἰχμή Agath. 28 (VI, 167).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à triple tranchant;
2 à triple pointe (trident).
Étymologie: τρεῖς, στόμα.

Greek (Liddell-Scott)

τρίστομος: -ον, ὁ ἔχων τρία στόματα, αἰχμὴ Ἀνθ. Π. 6. 167, πρβλ. δίστομος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίστομος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία στόματα ή τρία στόμια ή τρεις αιχμηρές επιφάνειες («τρίστομος αἰχμή», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. και ουσ.) το τρίστομο
ζωολ. μικρό σκουλήκι που παρασιτεί στα βράγχια διαφόρων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος].

Greek Monotonic

τρίστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει τρία στόματα, τρεις αιχμές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρίστομος: с тремя остриями (αἰχμή Anth.).

Middle Liddell

τρί-στομος, ον, στόμα
three-edged or -pointed, Anth.