eastern
English > Greek (Woodhouse)
adj.
V. ἀντήλιος. Barbaric: P. and V. βάρβαρος, P. βαρβαρικός. An Eastern woman: V. ἠπειρῶτις, ἡ (Eur., And. 159, 652).
adj.
V. ἀντήλιος. Barbaric: P. and V. βάρβαρος, P. βαρβαρικός. An Eastern woman: V. ἠπειρῶτις, ἡ (Eur., And. 159, 652).