φιλοκυδής

Revision as of 10:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ές, loving glory, glorious, ἥβη, κῶμος, h.Merc.375,481.

German (Pape)

[Seite 1281] ές, Ruhm u. Ehre liebend, Herrlichkeit u. Freude liebend, ἥβη, κῶμος, H. h. Merc. 375. 481.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la gloire, le bruit.
Étymologie: φίλος, κῦδος.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκῡδής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τό κῦδος, τὴν δόξαν ἢ φήμην, ἥβη, κῶμος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 375, 481.

Greek Monolingual

-ές, Α
φιλόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κυδής (< κῦδος, τὸ «φήμη, δόξα»), πρβλ. ἐρι-κυδής].

Greek Monotonic

φῐλοκῡδής: -ές (κῦδος), αυτός που αγαπά τη δόξα ή τη μεγαλοπρέπεια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκῡδής: любящий славу или пышность, т. е. роскошный (ἥβη, κῶμος HH).

Middle Liddell

φῐλο-κῡδής, ές κῦδος
loving glory, Hhymn.