φθόνησις

Revision as of 10:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, jealous refusal, S.Tr.1212.

German (Pape)

[Seite 1272] ἡ, das Beneiden, Mißgönnen, übh. = φθόνος, φορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. Tr. 1202.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. φθόνος.
Étymologie: φθονέω.

Greek (Liddell-Scott)

φθόνησις: -εως, ἡ, ἄρνησις, φθορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται (μόνον ἐν) Σοφ. Τραχ. 1212.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α φθονῶ
άρνηση που οφείλεται στο αίσθημα του φθόνου.

Greek Monotonic

φθόνησις: -εως, ἡ, φθονερή άρνηση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φθόνησις: εως ἡ Soph. = φθόνος.

Middle Liddell

φθόνησις, εως,
a jealous refusal, Soph.

English (Woodhouse)

refusal, refusal to give