crase att. et poét. p. τὸ ἐνθένδε.
τοὐνθένδε: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐνθένδε, τοὐνθένδε μέντοι δεινὸν ἦν θέαμ’ ἰδεῖν Εὐρ. Μήδ. 1167, κ. ἀλλ.
(see also: ἐνθένδε) henceforth