v. χανδάνω ΙΙ.
f. de χανδάνω.
χείσομαι: ἴδε χανδάνω ΙΙ.
see χανδάνω.
χείσομαι: μέλ. του χανδάνω.
χείσομαι: fut. к χανδάνω.