χείσομαι
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
v. χανδάνω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
f. de χανδάνω.
German (Pape)
ist fut. von χανδάνω, und nicht auf einen neuen Stamm χείω zurückzuführen.
Russian (Dvoretsky)
χείσομαι: fut. к χανδάνω.
Greek (Liddell-Scott)
χείσομαι: ἴδε χανδάνω ΙΙ.
English (Autenrieth)
see χανδάνω.
Greek Monotonic
χείσομαι: μέλ. του χανδάνω.