χιασμός

Revision as of 11:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ὁ, A placing crosswise, diagonal arrangement, especially of the clauses of a period, so that the 1st corresponds with the 4th, and the 2nd with the 3rd, Hermog.Inv.4.3; κατὰ χιασμόν Sch.Isoc.12.47. 2 cruciform incision, Antyll. ap. Orib.44.20.32 (-εσμός codd., and so of a noose, Heraclas ap. eund.48.9.2; of a bandage, Heliod. ap. eund. 48.65 tit.). 3 decussation, σκιῶν Cleom.1.9, cf. Nicom.Ar.1.19 (pl.); of nerves, Aret.SD1.7. 4 cancellation of a document, PMasp.151.292 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1355] ὁ, das Bezeichnen mit einem χ, – das Kreuzweisstellen, -legen, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
disposition en croix, particul.
1 t. de rhét. chiasme;
2 t. de méd. incision en croix.
Étymologie: χιάζω².

Greek (Liddell-Scott)

χῑασμός: ὁ, διάταξις χιοειδής, μάλιστα τῶν προτάσεων περιόδου, ὥστε ἡ α΄ νὰ ἀντιστοιχῇ πρὸς τὴν δ΄ καὶ ἡ β΄ πρὸς τὴν γ΄, Ρήτορες (Waltz) τ. 3. σ. 157, Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 124 Ὀξ., πρβλ. Λατ. decusis (ἐπειδὴ τὸ Χ= decem, decusso. 2) χιοειδὴς ἐντομὴ ἐν τῇ χειρουργικῇ, Ἀρχ. Χειρουργ. 125.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. χιεσμός Α [[[χιάζω]] (Ι)]
1. χίασμα
2. γραμμ. το χιαστό σχήμα
νεοελλ.
1. ανατ. ή σε σχήμα Χ διασταύρωση ορισμένων ανατομικών στοιχείων
2. γραμμ. το χιαστό σχήμα
3. φρ. «χιασμός πυραμίδων»
ανατ. διασταύρωση τών ινών τών πυραμιδικών νευρικών οδών στο όριο του προμήκους και του νωτιαίου μυελού.

Russian (Dvoretsky)

χιασμός:χιάζω II, 2] рит. хиазм (крестообразное расположение однородных членов во взаимно связанных предложениях, т. е. 1-4 и 2-3, напр., Τισσαφέρνην μὲν πρῶτον, ἔπειτα δὲ καὶ βασιλέα Thuc.).