χλίδωσις

Revision as of 11:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, ornamentation, f. l. for χλίδωσι (cf. χλίδων), Plu.2.145a.

German (Pape)

[Seite 1359] ἡ, = χλιδή, Schmuck, ἡμιόνων, kostbares Geschirr der Maulesel, Plut. praec. conj. g. E. (p. 427).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ornementation.
Étymologie: χλιδάω.

Greek (Liddell-Scott)

χλίδωσις: -εως, ἡ, κόσμησις, ἐν τῷ πληθ., «χλιδώσεσιν ἡμιόνων καὶ ἵππων περιδεραίοις» Πλούτ. 2. 145Α.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α
στολισμός, καλλωπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων «είδος κοσμήματος», μέσω ενός ρ. χλιδῶ, -όω. Ο τ. πιθ. είναι εσφ. γρφ. αντί χλίδωσι, δοτ. πληθ. της λ. χλίδων.

Russian (Dvoretsky)

χλίδωσις: εως (λῐ) ἡ украшение: χλιδώσεις ἡμιόνων Plut. пышная сбруя мулов.