ἀγορητύς

Revision as of 11:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ύος, ἡ, eloquence, Od.8.168.—Ep. word.

Spanish (DGE)

-ύος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
elocuencia οὐ πάντεσσι θεοὶ ... διδοῦσιν ἀνδράσιν ... ἀγορητύν Od.8.168.

German (Pape)

[Seite 21] ύος, ἡ, Beredtsamkeit, Hom. nur Od. 8, 168.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
talent de parler en public, éloquence.
Étymologie: ἀγοράομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγορητύς: -ύος, ἡ, τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, ῥητορικὴ δεινότης, εὐγλωττία, Ὀδ. Θ. 168. Ἐπ. λέξ.

English (Autenrieth)

gift of speaking, eloquence, Od. 8.168†.

Greek Monotonic

ἀγορητύς: -ύος, ἡ (ἀγοράομαι), χάρισμα λόγου, ρητορική δεινότητα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγορητύς: ύος ἡ дар речи, красноречие Hom.

Middle Liddell

ἀγοράομαι
the gift of speaking, eloquence, Od.