δεινότητα
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
η (AM δεινότης) δεινός
1. η ιδιότητα του δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας»)
2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η δεινότητα του ομιλητή» β. «ῥητόρων δεινότητας» — τις φοβερές, βλαβερές ικανότητες τών ρητόρων γ. «τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι;» — τί ωφέλησε την πατρίδα η δεινή σου ικανότητα)
αρχ.
1. (για νόμους) αυστηρότητα, ακαμψία
2. (ρητορ.) ένταση, βιαιότητα.