ἀγλαόμορφος
English (LSJ)
ον, of beauteous form, AP9.524, Orph.H.14.5, al.
Spanish (DGE)
-ον
de hermosa forma, hermoso βασιλεύς AP 9.524, Ῥέα Orph.H.14.5, Ἀλέξανδρος MAMA 7.582 (Frigia Oriental), κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.21.25.
German (Pape)
[Seite 16] von herrlicher Gestalt, l. v. Hom. H. Cer. 23; oft Sp. D., z. B. Ep. ad. 690 (VII, 343); Hym. in Bacch. (IX. 524), wie Inscr. 38.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόμορφος: -ον, ὁ ὡραίαν ἔχων μορφήν, Ἐπιγρ. Ἀρχ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 38, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, καὶ ἀλλ.
Greek Monotonic
ἀγλαόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει ωραία μορφή, ο εύμορφος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόμορφος: прекрасной наружности (Διόνυσος Anth.).