ἀκρατοποσία

Revision as of 11:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Ion. ἀκρητοποσίη, ἡ, drinking of neat wine, Hdt. 6.84, Hp.Aph.6.31, Satyr.1, Plu.Alex.70.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκρητοπσίη
acción de beber vino puro Hdt.6.84, Hp.Aph.6.31, Satyr.Fr.Hist.1, Plb.8.9.4, Plu.Alex.70.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de boire du vin pur.
Étymologie: ἀκρατοπότης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾱτοποσία: Ἰων. ἀκρητοποσία, ἡ, ἡ πόσις ἀκράτου οἴνου, Ἡρόδ. 6. 84, Ἱππ. Ἀφ. 1257.

Greek Monolingual

(I)
ἀκρατοποσία, η (Α) ἀκρατοπότης Ι]
το να πίνει κανείς άκρατο, ανόθευτο κρασί.
(II)
η [[[ακρατοπότης]] ΙΙ]
ασυγκράτητη, υπερβολική οινοποσία.

Greek Monotonic

ἀκρᾱτοποσία: Ιων. ἀκρητοποσίη, , η πόση καθαρού, άκρατου κρασιού, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρᾱτοποσία: ион. ἀκρᾱτοποσίη ἡ питье чистого (неразбавленного) вина Her., Plut.

Middle Liddell

[from ἀκρατοπότης
a drinking of sheer wine, Hdt.