ἁρματηλασία

Revision as of 14:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, chariot-driving, X.Cyr.6.1.27, Luc.Dem. Enc.23.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
uso o conducción del carro τὴν Κυρηναίων ... ἁρματηλασίαν κατέλυσε abolió el modo cirenaico de conducir el carro X.Cyr.6.1.27, cf. Luc.Dem.Enc.23, ὥσπερ ἐν ἁρματηλασίαις Aristid.Or.46.31, cf. D.C.72.10.2, 73.5.5.

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, die Art, den Wagen (Streitwagen) zu fahren, τῶν Κυρηναίων Xen. Cyr. 6, 1, 27; Luc. Dem. enc. 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de conduire un char.
Étymologie: ἁρματηλάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματηλᾰσία: ἡ, τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 27, Λουκ. Δημοσθ. 23.

Greek Monolingual

ἁρματηλασία, η (Α) αρματηλάτης
η οδήγηση άρματος.

Greek Monotonic

ἁρματηλᾰσία: ἡ, οδήγηση άρματος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμᾰτηλᾰσία:управление колесницей, езда в колеснице Xen., Luc.

Middle Liddell

[from ἁρματηλάτης
chariot-driving, Xen.