ἁρματηλάτης
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
[λᾰ], Dor. ἁρματηλάτας, ου, ὁ, charioteer, Pi.P.5.115, S.El. 700, X.Smp.2.27, etc.
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰτηλάτης) -ου, ὁ
• Alolema(s): dór. ἁρματηλάτᾱς Pi.P.5.115
• Prosodia: [-λᾰ-]
1 conductor de carro, auriga, cochero ἁ. σοφός Pi.l.c., εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα (Orestes) S.El.700, χρὴ τοὺς οἰνοχόους μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ἁρματηλάτας X.Smp.2.27, op. πεζός X.Cyr.7.1.15, op. ἱππεῖς X.Cyr.8.5.8, I.AI 6.40
•no op. ἱππεῖς: ἁρματηλάται τε ὄντες καὶ ἱππῆς D.C.39.51.3, ἐπιστάτης ἁρματηλατῶν Plu.2.587d, cf. Luc.Zeux.9, Philostr.Gym.26, LXX 2Ma.9.4.
2 medic. venda de carretero Gal.18(1).825.
German (Pape)
[Seite 355] ὁ, 1) der Wagenlenker, Pind. P. 5, 115; Xen. Cyr. 6, 1, 15 u. Sp. – 2) der Wagenkämpfer, Soph. El. 697.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 conducteur d'un char;
2 guerrier qui combat d'un char.
Étymologie: ἅρμα, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰτηλάτης: ου ὁ управляющий колесницей, возница Pind., Soph., Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματηλάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἅρμα, ὁ ὀχούμενος ἐφ’ ἅρματος Πινδ. Π. 5. 154, Σοφ. Ἠλ. 700, Ξεν., κτλ.
Greek Monolingual
ο (AM ἁρματηλάτης)
αυτός που οδηγεί άρμα ή που κινείται με άρμα
αρχ.
αυτός που πολεμά πάνω στο άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατης < ελαύνω (πρβλ. στρατηλάτης, ταυρηλάτης). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
ἁρματηλάτης: -ου, ὁ (ἑλαύνω), αρματηλάτης, οδηγός άρματος, σε Σοφ., Ξεν.
Middle Liddell
ἐλαύνω
a charioteer, Soph., Xen.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ὁδηγεῖ ἅρμα). Σύνθετο ἀπό τό ἅρμα + ἐλαύνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἅρμα.
Translations
charioteer
Albanian: karrocier; Arabic: حُوذِيّ; Armenian: կառապան; Belarusian: фурман, хурман, вознік, возьнік, вазні́ца, кучар, ездавы, возчык, павознічы, павозьнічы, вазак, ямшчык; Bulgarian: кочияш, колар, файтонджия; Burmese: ရထားထိန်း; Catalan: cotxer, cotxera, auriga; Chinese Dungan: чәхў; Mandarin: 馬車夫, 马车夫, 車夫, 车夫, 車戶, 车户; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech, vozataj: kočí; Danish: kusk; Dutch: wagenmenner, koetsier; Estonian: kutsar; Finnish: vuokra-ajuri, vossikka; French: aurige, cocher, conducteur de char, conducteur d'un char; Galician: cocheiro, cocheira, auriga; Georgian: მეეტლე; German: Kutscher, Kutscherin, Fuhrmann, Wagenlenker, Wagenkämpfer; Greek: ηνίοχος, αμαξάς; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρηλάτας, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hebrew: עֶגלוֹן; Hindi: सारथी, कोचवान, गाड़ीवान, टांगेवाला, गाड़ीबान; Hungarian: kocsis, fogathajtó; Icelandic: ekill, vagnstjóri; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Italian: cocchiere; Japanese: 御者; Kazakh: делбеші, көшір, атқосшы, жәмшік; Korean: 마부; Kyrgyz: кучер, ямщик, арабакеч; Latin: auriga, essedarius, raedarius; Latvian: kučieris; Macedonian: кочијаш; Malayalam: സാരഥി; Norwegian Bokmål: kusk; Old East Slavic: ямьщикъ; Pashto: ګاډيوان, بګيوان, ټانګه وال; Persian: سورچی, کالسکهچی; Polish: woźnica, furman, kuczer, stangret; Portuguese: carruageiro, carruageira, cocheiro, cocheira; Romanian: birjar, droșcar, vizitiu; Russian: кучер, извозчик, ямщик, возница, фурман, возничий, правящий колесницей; Serbo-Croatian Cyrillic: кочѝја̄ш; Roman: kočìjāš; Slovak: kočiš; Slovene: kočijaž; Sorbian Upper Sorbian: pohonč; Spanish: cochero, carruajero, auriga; Swahili: saisi; Swedish: kusk; Tajik: фойтунчӣ, ёмчӣ, ёмкаш; Tamil: தேரோட்டி; Turkish: arabacı; Ukrainian: кучер, фурман, хурман, машталі́р, фі́рман, ямщик, візник, візниця; Urdu: کوچوان, کوچبان, گاڑی بان; Uyghur: ھارۋىكەش; Uzbek: aravakash, kucher, yamshik