αρματηλάτης

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἁρματηλάτης)
αυτός που οδηγεί άρμα ή που κινείται με άρμα
αρχ.
αυτός που πολεμά πάνω στο άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατης < ελαύνω (πρβλ. στρατηλάτης, ταυρηλάτης). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].