ἄνπερ
English (LSJ)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. ἄν².
Greek (Liddell-Scott)
ἄνπερ: ἐάνπερ, ἤνπερ, ἴδε ἐν λ. ἐάν: - ἄνποτε = εἴθε, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1580· πρβλ. τὸ νῦν κοινολεκτούμενον ἄμποτε.
Greek Monolingual
(Α)
εάνπερ, βλ. εάν.
Russian (Dvoretsky)
ἄνπερ: [ἄν II], тж. раздельно ἄν πέρ conj. если (бы) только Plat.