πέρ

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

German (Pape)

[Seite 561] enklitische Partikel, die dem Worte, auf welches sie sich bezieht, u. dem sie gewöhnlich nachsteht, größern Nachdruck giebt, also nur ein geschwächtes πέρι, sehr, zu sein scheint; – 1) sehr, gar sehr; bei adj. gewöhnlich mit dem partic. ἐών, ὃς τράφη ἐν δήμῳ Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης, des sehr felsigen Ithaka's, Il. 3, 201; auch bei adv., ἐπεί νύ τοι αἶσα μίνυνθά περ, οὔτι μάλα δήν, 1, 416, vgl. 13, 573; ὀλίγον περ, 11, 391. Daher hebt es wie γέ das Wort, bei welchem es steht, nachdrücklich hervor, indem es mehr extensiv den Umfang des Begriffes verstärkt (vgl. γέ), ἡμεῖς δ' αὐτοί περ φραζώμεθα μῆτιν, Il. 17. 734. 712, wo der Zusammenhang ist »obwohl jener fehlt, wollen wir allein doch selbst Rat pflegen«, wie ἀλλὰ καὶ αὐτοί περ πονεώμεθα, wir selbst, so viel wir vermögen, wollen arbeiten und nicht bloß Andere arbeiten lassen, 10, 70; vgl. εἰ δέ τοι Ἀτρείδης μὲν ἀπήχθετο – σὺ δ' ἄλλους περ Παναχαιοὺς τειρομένους ἐλέαιρε, doch der anderen gesammten Achäer erbarme dich, 9, 301; οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα, durchaus nach Hause wollen wir zurückkehren und nicht bloß hier sitzend uns weigern, 2, 236. Vgl. noch ἀλλά, Ζεῦ, τόδε πέρ μοι κρήηνον ἐέλδωρ, diesen Wunsch doch erfülle mir, Il. 8, 242. – 2) Besonders dient es zur Vereinigung zweier Satzglieder; und zwar – a) um anzuzeigen, daß beide Satzglieder in durchaus gleichem Umfange gelten sollen; so verbindet es sich besonders mit den Relativen, ὅςπερ, ὅσοσπερ, οἷόσπερ, ganz derselbe, durchaus so groß, ganz so beschaffen, ὅπουπερ, ὅθιπερ u. ä., auch εἴπερ, ἐάνπερ u. ä., die unter den einfachen Relativen mit aufgezählt sind; dieser Gebrauch dehnt sich auf die Prosa aus; man vergleicht damit passend das deutsche all, welches vor Demonstrativen und Relativen dieselbe Geltung hat, allda, allhier, also, alldieweil u. ä. – b) den Gegensatz der beiden Satzglieder hervorhebend u. andeutend, daß, wenn das eine in einem hohen Grade vorhanden ist, auch das andere eben so gesteigert vorhanden sein müsse; so bei Hom. doppelt, μῆτερ, ἐπεί μ' ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα, τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι, Il. 1, 352, da du mich als einen, der sehr kurze Zeit leben sollte, gebarst, sollte Zeus (wenn auch nicht langes Leben, doch) durchaus Ehre mir verleihen, worin liegt: je kürzer mein Leben, um so mehr Ansprüche habe ich auf Ehre; wir sagen, wie die folgenden Griechen, das Verhältniß der Satzglieder anders bestimmend: da du mich nur für kurze Zeit gebarst, sollte mir doch Z. etc. – Dah. sehr gew. in der Vbdg: wenn auch noch so sehrdoch durchaus, vgl. εἴπερ, καίπερ, bes. bei partic. wie ἐών, χαλεπ οί τοι ἔσοντ' ἀλόχῳ περ ἐούσῃ, wenn du auch (noch so sehr) die Gemahlinn bist, Il. 1, 546, wie quamvis; τότε δ' οὔτι δυνήσεαι, ἀχνύμενός περ, χραισμεῖν, wie sehr auch bekümmert, 1, 241. So auch Θερσῖτ' ἀκριτόμυθε, λιγύς περ ἐὼν ἀγορητὴς ἴσχεο, 2, 246; ὡς καὶ ἐγὼ τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον, δουρικήτην περ ἐοῦσαν, obwohl sie nur eine Kriegsgefangene war, 9, 343, u. sonst sehr häufig, auch wo wir nicht immer ein solches Verhältniß der Sätze anerkennen, welches bei Participien wenigstens überall zu Grunde zu liegen scheint, wie auch in dem oben aus Il. 5, 201 angeführten Beispiele der Gedanke dem Homer nicht fremd sein dürfte: wie sehr felsig Ithaka auch ist, doch hat es den Odysseus hervorgebracht, vgl. Od. 9, 27, wo Ithaka heißt τρηχεῖ', ἀλλ' ἀγαθὴ κουροτρόφος. Seltener wird das partic. ἐών ausgelassen, φράδμων περ ἀνήρ, ein obwohl bedachtsamer Mann, Il. 16, 638; χερείονά περ καταπέφνων, einen obwohl Schlechteren tödtend, 17, 539. Bei der Negation, οὐδ' ὑμῖν ποταμός περ ἐΰῤῥοος ἀρκέσει, auch nicht einmal der Strom, Il. 21, 130, vgl. 8, 201. 21, 41. – Dieser Gebrauch findet sich auch bei Tragg. u. Pind., obwohl καίπερ häufiger ist; ὀψέ περ, Pind. N. 3, 80; ἴϋξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει, P. 4, 237; μὴ πρόσλευσσε γενναῖός περ ὤν, Soph. Phil. 1057; γυνή περ οὖσα, Aesch. Spt. 1029; μῶν καὶ θεός περ ἱμέρῳ πεπληγμένος, Ag. 1176; · ο ὐ δέ περ κρατῶν, Suppl. 397, wie Eur. Phoen. 1667.

French (Bailly abrégé)

enclit. περ;
particule adv.
1 certes, tout à fait : ἐγὼ δ' ἑλεεινότερός περ IL je suis certes plus à plaindre (que ton père) ; μίνυνθά περ IL un moment tout à fait court ; ὀλίγον περ IL, OD très peu ; νόον πύκα περ φρονέοντων IL l'intelligence de gens tout à fait avisés;
2 et certes, et cependant, quoique : τάτε στυγέουσι θεοί περ IL devant quoi les dieux eux-mêmes (litt. et cependant ce sont des dieux) éprouvent le frisson ; ἀγαθός περ ἐών IL quoique tu sois brave, si brave que tu sois ; κρατερός περ ἐών IL bien que fort ; ἀχνύμενός περ, ἱέμενός περ, οὐτάμενός περ, etc. HOM bien qu'affligé, bien que le désirant, bien que blessé, etc.
3 en tout cas, du moins : τόδε πέρ μοι ἐπικρήηνον ἐέλδωρ, αὐτοὺς δή περ ἔασον ὑπερφυγέειν IL ce souhait du moins, accorde-le moi, laisse-nous en tout cas échapper ; εἰ δέ τοι Ἀτρείδης μὲν ἀπήχθετο…, σὺ δ' ἄλλους περ ἐλέαιρε IL si l'Atride haïssait, toi du moins aie pitié des autres;
4 en un sens indéterminé au reste, d'ailleurs, en général : εἴπερ, ἐάνπερ, si d'ailleurs, si même, etc. ; ὅτε πέρ, à l'époque même où, quand précisément ; ὅτε πέρ τε, justement aussi quand ; ἐπείπερ, ἐπειδήπερ ATT puisque précisément ; διότι περ HDT justement par cette raison que ; ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ, qui justement, précisément qui, qui certes pourtant ; qqf séparé du pronom : οἷός περ ou οἷόσπερ, tout à fait ou précisément comme ; ὅσος περ ou ὅσοσπερ, justement combien grand, précisément combien grand ; ἔνθα περ ou ἔνθαπερ, où justement, où certes ; ὅθι περ, où justement, où toujours ; οὗπερ, m. signif. ; ὅθεν περ, de là justement d'où ; ὥσπερ ; -- après la particule de comparaison ἢ, épq. ἠέ : ἤπερ, ἠέπερ, que même.
Étymologie: DELG cf. lat. nu-per, parum-per, paulis-per ; apparenté à περί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέρ Lesb. voor περί.

Russian (Dvoretsky)

πέρ: энкл. περ πέρι «весьма»] усилит. наречная частица:
1 очень, совсем, вполне: ὡς τὸ πάρος περ Hom. совсем как прежде; μίνυνθά περ Hom. очень недолго; ἐλεεινότερός περ Hom. гораздо более достойный сожаления;
2 хотя конечно, т. е. как ни: κρατερός περ ἐών хотя он и могуч, конечно, т. е. при всей его мощи; γυνή περ οὖσα Aesch. хотя я и (слабая) женщина;
3 (с отрицанием) никак: οὐδ᾽ ὥς περ σεῖο μεθήσω Hom. я никоим образом не оставлю тебя так;
4 (при imper.) же: σύ πέρ μιν τῖσον Hom. отомсти же за него; οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα Hom. отплывем же на кораблях домой; σέ περ προέτω Hom. так пусть же он отпустит тебя;
5 (после относительных наречий или местоимений и союзов) именно, как раз, в точности: ὅτε περ Hom. именно (тогда) когда; πρίν περ Hom. как раз до того, как; διότι περ Her. по той же самой причине;
6 хотя бы, по крайней мере: ὑστάτιόν περ Hom. хотя бы в крайней нужде.

English (Autenrieth)

enclitic particle, giving emphasis or prominence to an idea, usually to what immediately precedes it, very, at least, even, just, etc. ἐπεί μ' ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα, ‘for a very short life,’ Il. 1.352, , Il. 3.201; here belongs the use with participles denoting opposition (concession), so καίπερ, where πέρ itself of course does not meanalthough,’ but the logical relation of the part. is emphasized, οὔ τι δυνήσεαι ἀχνύμενός περ | χραισμεῖν, ‘however distressed,’ ‘distressed thoyou be,’ i. e. though very distressed, Il. 1.241 . πέρ is freq. appended to other particles, conditional, temporal, etc., and to all relative words, ὡς ἔσεταί περ (ὥσπερ), ‘just as,’ Od. 19.312 ; ἔνθα περ, εἴ περ, ‘that is if’; ἐπεί περ, see ὅσπερ.

Greek Monotonic

πέρ: εγκλιτ. μόριο, που επιτείνει τη λέξη στην οποία προστίθεται, δηλ. της δίνει έμφαση·
1. όταν η λέξη είναι ουσ., προτίθεται η μτχ. ὤν ή ἐών, μινυνθάδιόν περ ἐόντα, όλοι θνητοί όπως εγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγαθὸς περ ἐών, όσο γενναίος και να είναι, Λατ. quamvis fortis, στο ίδ.· ἀλόχῳ περ ἐούσῃ, μολονότι είναι σύζυγός μου, στο ίδ.· η μτχ. ὤν συχνά παραλείπεται, φράδμων περ ἀνήρ, πόσο πονηρός, στο ίδ.· κρατερός περ, θεοί περ, σε Όμηρ.· επίσης επισυνάπτεται και σε άλλες μετοχές, ἱεμένων περ, πόσο ανυπόμονος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀχνύμεν περ, παρόλο που είναι λυπημένος κ.λπ.
2. ενίοτε προσθέτει απλώς ένταση, ἐλεενότερός περ, κατά πολύ περισσότερο αξιολύπητος, στο ίδ.· μίθυμνά περ, αντί πολύ λίγο, ὀλίγον περ, στον ίδ.· επίσης χρησιμοποιείται για να επιτείνει την άρνηση, οὐδέ περ, όχι, όχι ακόμα, καθόλου, οὐδ' ὑμῖν ποταμός περ ἐΰρροος ἀρκέσει, στο ίδ.
3. εστιάζει την προσοχή σε ένα ή περισσότερα πράγματα, από ένα πλήθος πραγμάτων, τουλάχιστον, σχεδόν, βεβαίως, τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν ἐγγυαλίξαι, τουλάχιστον τιμή (από οτιδήποτε άλλο) μου χρωστάει, στο ίδ.· τόδε πέρ μοι ἐπικρήηνον ἐέλδωρ.
II. Προστίθεται σε διάφορους συνδ. και αναφ. λέξεις, με τα οποία μπορεί να σχηματίζει λέξεις.
1. μετά από υποθ. συνδ., βλ. εἴπερ.
2. μετά από χρον. συνδ., ὅτε περ, ακριβώς όταν, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅταν περ, σε Σοφ.
3. μετά από αιτιολ. συνδ., βλ. ἐπείπερ, ἐπειδήπερ.
4. μετά από αναφ., βλ. ὅσπερ, οἷόςπερ, ὥσπερ.
5. μετά από καί, βλ. καίπερ.

Greek (Liddell-Scott)

πέρ: ἐγκλιτικὸν μόριον καθιστῶν ἰσχυροτέραν καὶ βεβαιοτέραν τὴν λέξιν εἰς ἣν προστίθεται καὶ εἶναι πιθανῶς συντετμημένος τύπος τῆς προθ. περὶ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ λίαν, πολύ, παρὰ πολύ, ὁσονδήποτε, ἐν ὅλῳ· εἶναι δὲ ἡ χρῆσις αὐτοῦ μεγάλη παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. προστίθεται μόνον εἰς ἀναφορικὰς λέξεις, καὶ εἰς μόρια. Ἡ δύναμις αὐτῆς περιορίζεται μόνον εἰς τὴν λέξιν, εἰς ἣν ἔχει προσαφθῆ. Χρῆσις: 1) παρ’ Ὁμ. συχνότατα μετ’ ἐπιθ. καὶ τῆς μετοχ. ὤν· ἐπεί μ’ ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ’ ἐόντα Ἰλ. Α. 352· Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης Γ. 201· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὅπως προσελκύσῃ τὴν προσοχὴν εἴς τι καθ’ οὗ ἐγείρεται ἔνστασις, ὡς τὸ καίπερ (ὃ ἴδε), ἀγαθός περ’ ἐών, ὁσονδήποτε γενναῖος καὶ ἂν εἶναι, Λατ. quamvis fortis, αὐτόθι 131, κτλ.· κρατερός περ ἐὼν Ο. 164· κύνεός περ ἐών, καίπερ ὢν ἄφρων καὶ ἀναιδής, Ι. 373· δουρικτητήν περ’ ἑοῦσαν Ι. 343· φίλην περ ἐοῦσαν Α. 587· μέγαν περ’ ἐόντα Ε. 625· οὕτω παρὰ Τραγ., ἄελπτά περ ὄντα Αἰσχύλ. Ἱκ. 55· γενναῖός περ ὢν Σοφ. Φ. 1068· ὡσαύτως μετ’ οὐσιαστ., ἀλόχῳ περ ἐούσῃ Ἰλ. Α. 546· γυνή περ οὖσα Αἰσχύλ. Θήβ. 1038· μετ’ ἐπιθ. καὶ οὐσιαστ., λιγύς περ ἐών ἀγορητὴς Ἰλ. Β. 246· ὡσαύτως προηγουμένου τοῦ καί: καὶ κρατερός περ ἐών, ἴδε ἐν λ. καίπερ· (ἐν τοιαύταις περιστάσεσι τίθεται μεταξὺ τῆς ἐχούσης τὴν ἔμφασιν λέξεως καὶ τῆς μετοχῆς ὤν)· - ἐνίοτε ἡ μετοχὴ ὤν παραλείπεται, φράδμων περ ἀνὴρ Ἰλ. Π. 638· κρατερός περ Φ. 63· χερείονά περ Ρ. 539· θεοί περ Υ. 65, Ὀδ. Γ. 236. - ὡσαύτως ἐπισυνάπτεται εἰς ἄλλας μετοχὰς αἵτινες καὶ καθ’ ἑαυτὰς ἔχουσιν ἔμφασιν, ὡς ἱεμένων περ Ἰλ. Ρ. 292· ἀχνύμενός περ, ἂν καὶ τεθλιμμένος, κτλ.· - ἀλλ’ ἐν φράσεσιν οἷαι αἱ πύκα π ερ φθονέοντες, μάλα περ μεμαώς Ἄϊδός περ ἰών, ἀναφέρεται εἰς τὴν ἡγουμένην λέξιν. 2) ἐνίοτε προστίθησι δύναμιν, ἐλεεινότερός περ Ω 504· μίνυνθά περ Α. 416, Ν. 573· ὀλίγον περ Λ. 391· πρῶτόν περ, πρῶτον πάντων, Ξ. 295· ὑστάτιόν περ Θ. 353· ὀψέ περ Πινδ. Ν. 3. 140· ἢ ἐπιτείνει ἄρνησιν, οὐδέ περ, ne ... quideni, τὸ οὐδὲ χωρίζεται διὰ μιᾶς ἢ πλειόνων λέξεων ἀπὸ τοῦ περ, ὡς οὐδ’ ὑμῖν ποταμός περ ἐΰρροος ἀρκέσει Ἰλ. Φ. 130, πρβλ. Θ. 200, Λ. 841, Φ. 410, Ὀδ. Α. 59· μήποτε καὶ σὺ γυναικί περ ἤπιος εἶναι Λ. 441· οὕτως ὁ Ἡρόδ. 6. 57 ἔχει μή περ· - ἡ χρῆσις αὕτη εἶναι ἀλλοτρία τῆς Ἀττικῆς. 3) προσελκύει τὴν προσοχὴν εἰς ἓν ἢ πλειότερα ἐκ πολλῶν πράγματα, τοὐλάχιστον, βεβαίως ὅμως, σχεδόν, ὡς τὸ γε, οἷον τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν ἐγγυαλίξαι, τοὐλάχιστον τιμὴν (ἂν ὄχι τι ἄλλο) ἐχρεώστει …, Ἰλ. Α. 353, πρβλ. Β. 236, Ρ. 121, 239· τόδε πέρ μοι ἐπικρήηνον ἐέλδωρ Θ. 243· οὕτως ἐν προτάσεσι μετὰ προστακτικῆς τὸ περ συνήθως προσάπτεται εἰς τὴν προσωπικὴν ἀντωνυμ., ἀλλὰ σύ πέρ μιν τῖσον, ἀλλὰ σὺ ἐπὶ τέλους …, Α. 508· ἀλλὰ καὶ αὐτοί περ πονεώμεθα Κ. 70· ἡμεῖς δ’ αὐτοί περ φραζώμεθα Ρ. 712· οὕτω, σθένος ἀνέρος ἀμφότεροί περ σχῶμεν Φ. 308· - οὕτως ἐν τῇ ἀποδόσει ὑποθετικοῦ λόγου, εἰ δέ τοι Ἀτρείδης μὲν ἀπήχθετο …, σὺ δ’ ἄλλους περ .. ἐλέαιρε Ι. 301, πρβλ. Λ. 796 κἑξ. Μ. 349, 362, κτλ. ΙΙ. Συνηθέστερον, καὶ παρὰ πεζογράφοις ὡς καὶ παρὰ ποιηταῖς, προστίθεται εἰς πολλοὺς συνδέσμους καὶ ἀναφορικὰς λέξεις, μεθ’ ὧν συνήθως ἀποτελεῖ μίαν λέξιν: 1) εἰς ὑποθετικοὺς συνδέσμους, ἴδε ἐν λ. εἴπερ. 2) εἰς χρονικοὺς συνδέσμους, ὅτε περ, ἀκριβῶς ὅτε, Ἰλ. Δ. 259, Ε. 802, κτλ.· - οὕτως, ἦμος ... περ Λ. 86· ὅταν περ Σοφ. Ο. Κ. 301, κτλ.· - ὡσαύτως, πρίν περ Ἰλ. Ο. 588. 3) εἰς αἰτιολογικοὺς συνδέσμους, ἴδε ἐν λ. ἐπείπερ, ἐπειδήπερ· - ὡσαύτως, διότι περ, ἀκριβῶς διότι, Ἡρόδ. 4. 186. 4) εἰς ἀναφορικά, ἴδε ἐν λ. ὅσπερ, οἷός περ, ὅσοσπερ, ἔνθαπερ, ὅθιπερ, οὗπερ, ἧπερ, ὥσπερ. 5) εἰς τὸ συγκριτικὸν ἢ παραβολικὸν μόριον, ἴδε ἐν λ. ἤπερ, ἠέπιρ. 6) εἰς τὸ καί, ἴδε ἐν λ. καίπερ.

Middle Liddell

I. enclit. Particle, adding force to the word to which it is added: when this is a Noun, the part. ὤν or ἐών is added, μινυνθάδιόν περ ἐόντα all shortlived as I am, Il.; ἀγαθός περ ἐών however brave he be, Lat. quamvis fortis, Il.; ἀλόχῳ περ ἐούσῃ though she be my wife, Il.; the part. ὤν is often omitted, φράδμων περ ἀνήρ however shrewd, Il.; κρατερός περ, θεοί περ Hom.; also subjoined to other participles, ἱεμένων περ however eager, Il.; ἀχνύμενός περ grieved though he be, etc.
2. sometimes it simply adds force, ἐλεεινότερός περ more pitiable by far, Il.; μίνυνθά περ for a very little, ὀλίγον περ Il.:—also to strengthen a negation, οὐδέ περ no, not even, not at all, οὐδ' ὑμῖν ποταμός περ ἐΰρροος ἀρκέσει Il.
3. to call attention to one or more things of a number, however, at any rate, τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν ἐγγυαλίξαι honour however (whatever else) he owed me, Il.; τόδε πέρ μοι ἐπικρήηνον ἐέλδωρ this vow at all events, Il.
II. added to various Conjunctions and Relative words, with which it may form one word:
1. after hypothetical Conjs., v. εἴπερ.
2. after temporal Conjs., ὅτε περ just when, Il.; ὅταν περ Soph.
3. after Causal Conjs., v. ἐπείπερ, ἐπειδήπερ.
4. after Relatives, v. ὅσπερ, οἷός περ, ὥσπερ.
5. after καί, v. καίπερ.