ἤνπερ
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
related to εἴπερ, as ἤν (ἐάν) to εἰ, X.An.3.2.21.
German (Pape)
[Seite 1173] s. ἐάν.
French (Bailly abrégé)
conj.
si toutefois, avec le sbj.
Étymologie: ἤν¹, περ.
Russian (Dvoretsky)
ἤνπερ: conj. если только: ἤ. κρατῶμεν Xen. если бы только мы победили (= если победим).
Greek (Liddell-Scott)
ἤνπερ: ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ εἴπερ, οἵαν τὸ ἢν (ἐὰν) πρὸς τὸ εἰ, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 21.
English (Autenrieth)
see ἤν and πέρ.
Greek Monolingual
ἤνπερ (Α)
εάν βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ην «αν» + βεβ. μόριο -περ, πρβλ. όπερ].
Greek Monotonic
ἤνπερ: συγγενές με το εἴπερ, όπως η σχέση του ἢν (ἐάν) προς το εἰ, σε Ξεν.