ἤνπερ

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤνπερ Medium diacritics: ἤνπερ Low diacritics: ήνπερ Capitals: ΗΝΠΕΡ
Transliteration A: ḗnper Transliteration B: ēnper Transliteration C: inper Beta Code: h)/nper

English (LSJ)

related to εἴπερ, as ἤν (ἐάν) to εἰ, X.An.3.2.21.

German (Pape)

[Seite 1173] s. ἐάν.

French (Bailly abrégé)

conj.
si toutefois, avec le sbj.
Étymologie: ἤν¹, περ.

Russian (Dvoretsky)

ἤνπερ: conj. если только: ἤ. κρατῶμεν Xen. если бы только мы победили (= если победим).

Greek (Liddell-Scott)

ἤνπερ: ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ εἴπερ, οἵαν τὸ ἢν (ἐὰν) πρὸς τὸ εἰ, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 21.

English (Autenrieth)

see ἤν and πέρ.

Greek Monolingual

ἤνπερ (Α)
εάν βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ην «αν» + βεβ. μόριο -περ, πρβλ. όπερ].

Greek Monotonic

ἤνπερ: συγγενές με το εἴπερ, όπως η σχέση του ἢν (ἐάν) προς το εἰ, σε Ξεν.

Middle Liddell

related to εἴπερ, as ἤν (ἐάν) to εἰ, Xen.]