ἄφρουρος
English (LSJ)
ον,
A off one's guard, Pl.Phdr.256c; ἄφρουροι καὶ ἄνοπλοι Plu.Demetr.32.
2 free from military duty, Arist.Pol.1270b4.
Spanish (DGE)
-ον
1 indefenso ψυχαί Pl.Phdr.256c, ἦσαν δὲ καὶ σχολαὶ καὶ κοινολογίαι ... ἀφρούρων καὶ ἀνόπλων Plu.Demetr.32, cf. Aristaenet.1.20.4.
2 exento de obligación militar ἔστι γὰρ αὐτοῖς νόμος, τὸν μὲν γεννήσαντα τρεῖς υἱούς, ἄφρουρον εἶναι Arist.Pol.1270b4.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἄφρουρος: -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ ἄοπλος Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18.
Greek Monotonic
ἄφρουρος: -ον (φρουρά), μη φρουρούμενος, αφύλαχτος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄφρουρος:
1) Plat., Plut. = ἀφρούρητος 2 и 3;
2) свободный от несения гарнизонной службы Arst.