ἐγκοίλιος

Revision as of 14:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, (κοιλία) A in the belly:—as substantive, ἐγκοίλια, τά (sg. -ιον D.S.1.35). 1 intestines, Id.1.91, SIG958.13 (Ceos), LXX Le.1.9. 2 ribs of a ship, belly-timbers, Thphr.HP4.2.8, Moschioap.Ath.5.206f. II flat-bellied, Cat.Cod.Astr.7.202.

Spanish (DGE)

-ον
I hundido prob. de los ojos Cat.Cod.Astr.7.202.8.
II subst. τό, τά ἐ.
1 intestinos LXX Le.1.9, 13, Ph.1.115, IG 12(5).647.13 (Ceos III a.C.)
entrañas, vísceras καθαίρει τῶν ἐγκοιλίων ἕκαστον en el proceso de momificación egipcia, D.S.1.91.
2 náut. cuadernas Onesicritus 12, Moschio Hist.1.2, Thphr.HP 4.2.8, Poll.2.212, PFlor.69.15 (III d.C.) en BL 9.84.

German (Pape)

[Seite 708] im Bauche, τὰ ἐγκοίλια, die Eingeweide, Därme, ἐνιδρυμένα ταῖς πλευραῖς σπλάγχνα Poll. 2, 181; D. Sic. 1, 35. 91. – Beim Schiffe = die Rippen im Schiffsbauche, Theophr., Ath. V, 206 f.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est dans le ventre ; τὰ ἐγκοίλια AR intérieur d'un vaisseau, cale.
Étymologie: ἐν, κοιλία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκοίλιος: -ον, (κοιλία) ὁ ἐν τῇ κοιλίᾳ ὤν: ‒ ὡς οὐσιαστ., ἐγκοίλια, τά, 1) τὰ ἐντόσθια, Διόδ. 1. 35, 91, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 13. 2) αἱ πλευραὶ τοῦ κύτους πλοίου, Λατ. interamenta navium, Θεοφρ. Ἱστ. 4. 2, 8, Ἀθήν. 206F.

Greek Monolingual

-ο (AM ἐγκοίλιος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια
(για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς του πλοίου, οι πλευρές, νομείς
αρχ.
εντόσθια.