ἐξόλλυμι

Revision as of 15:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

and ἐξολλύω, fut. -ολῶ: aor. 1 ἐξώλεσα: pf. ἐξολώλεκα:— A destroy utterly, τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od.17.597, cf. E.Hipp.725, Pl. Euthd.285a, Men.Pk.230, etc. II Med., with pf. 2 ἐξόλωλα, perish utterly, Emp.11.3, S.Tr.84, Ar.Pax366, Pl.l.c., etc.; ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ . . ἐξολωλότες Ar.Pax483: opt. in imprecations, ἐξολοίμην Id.Fr.105; ἐξόλοιο Alex.120.

German (Pape)

[Seite 886] (s. ὄλλυμι), gänzlich vernichten, zu Grunde richten; τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od. 17, 597; in tmesi Il. 16, 360; Eur. Hipp. 725; Ar. Plut. 418 u. öfter; Plat. Euthyd. 285 a u. Folgde. – Med. u. perf. II. act., gänzlich zu Grunde gehen, σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Soph. Tr. 34; Ar. Pax 366; Plat. Euthyd. 283 e u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

1 tr. (f. ἐξολῶ, ao. ἐξώλεσα, pf. ἐκολώλεκα) détruire de fond en comble, anéantir;
2 intr. (au pf. ἐξόλωλα et au Moy. ἐξόλλυμαι) périr, être perdu.
Étymologie: ἐξ, ὄλλυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόλλυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ολέσω καὶ Ἀττ. -ολῶ: ἀόρ. α΄ ἐξώλεσα: πρκμ. ἐξολώλεκα. Καταστρέφω ἐντελῶς, ἐξολοθρεύω, τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Ὀδ. Ρ. 597, πρβλ. Σιμωνίδ. 159, Εὐρ. Ἱππ. 725, κτλ. ΙΙ. Μέσ., μετὰ β΄ πρκμ. ἐξόλωλα, καταστρέφομαι ἐντελῶς, χάνομαι, Ἐμπεδ. 103· σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Σοφ. Τρ. 84, Ἀριστοφ. Εἰρ. 366, Πλάτ. Εὐθύδ. 285Α, κτλ.· ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ... ἐξολωλότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 483· τῆς εὐκτικῆς γίνεται χρῆσις ἐπὶ ἀρῶν, ἐξολοίμην ὁ αὐτ. ἐν «Γεωργοῖς» 12 (Meikene)· ἐξόλοιο Ἄλεξ. ἐν «Κυπρίῳ» 1.

Greek Monolingual

ἐξόλλυμι και ἐξολλύω (Α) όλλυμι
καταστρέφω εντελώς, αφανίζω.

Greek Monotonic

ἐξόλλῡμι: και -ύω, μέλ. -ολέσω, Αττ. -ολῶ, αόρ. αʹ -ώλεσα, παρακ. -ολώλεκα·
I. καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.
II. Μέσ., με παρακ. βʹ ἐξόλωλα, καταστρέφομαι εντελώς, χάνομαι, σε Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόλλῡμι:
1) (fut. ἐξολῶ, aor. 1 ἐξώλεσα, pf. ἐξολώλεκα) полностью истреблять, уничтожать, губить (τινά Hom., Eur., Arph., Plat.);
2) med. ἐξόλλυμαι (pf. 2 ἐξόλωλα) окончательно погибать (ἐ. ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Arph.): κακῶς ἐξόλοιο! Eur. а, чтоб тебе пропасть!

Middle Liddell

-ύω fut. -ολέσω attic -ολῶ aor1 -ώλεσα perf. -ολώλεκα
I. to destroy utterly, Od., Eur., etc.
II. Mid., with perf. 2 ἐξόλωλα, to perish utterly, Soph., etc.