ἐξαπάτη

Revision as of 15:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, deceit, Hes.Th.205 (pl.), Thgn.390 (pl.), X.An. 7.1.25, App.BC5.22.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -ᾱ IG 42.123.26 (Epidauro IV a.C.)
• Prosodia: [-πᾰ-]
engaño, embeleco μειδήματά τ' ἐξαπάτας τε como propio de Afrodita, Hes.Th.205, ψεύδεά τ' ἐξαπάτας τ' Thgn.390, ἢν δὲ ... Λαικεδαιμονίους ... τῆς ἐξαπάτης τιμωρησώμεθα si castigamos a los lacedemonios por su engaño X.An.7.1.25, μετ' ἐξαπάτης App.BC 5.22, οἱ ἐπ' ἐξαπάτῃ ... λόγοι historias para engañar D.45.46, ἐξαπάτης εἵνεκα D.20.98, δηλοῖ τὰν ἐξαπάταν ἅπασαν IG l.c., cf. D.H.8.2, 12.11, πρὸς ἐξαπάτην αὐτῶν ἐτράπη D.C.Epit.8.25.2, τὴν ἑαυτῶν ἐξαπάτην γελᾶν Eun.Hist.37.16.

German (Pape)

[Seite 870] ἡ, = simpl., Betrug, Täuschung; Hes. Th. 205 Theogn. 382; von Xen. An. 7, 1, 25 an in Prosa.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tromperie, ruse.
Étymologie: ἐξαπατάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰπάτη: ἡ, τὸ ἐξαπατᾶν, ἐξαπάτησις, Ἡσ. Θ. 205, Θέογν. 390, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 25.

Greek Monolingual

ἐξαπάτη, η (Α)
εξαπάτηση, απάτη, ξεγέλασμα («μειδήματά τ' ἐξαπάτας τε», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

ἐξᾰπάτη: ἡ, χονδροειδής απάτη, δόλος, εξαπάτηση, σε Ησίοδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰπάτη: (ᾰ) ἡ обман Hes., Xen.

Middle Liddell

ἐξ-ᾰπάτη, ἡ, n
gross deceit, Hes., Xen.