ἐπικροτέω

Revision as of 15:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A rattle on or over, τὰ δ' ἐπικροτέοντα πέτοντο ἅρματα flew rattling over the ground, Hes.Sc.308. 2. c. acc., strike with a rattling sound, clash, κύμβαλα Alciphr.1.12; κρόταλα Luc.Syr.D. 44; γένειον Opp.C.2.244. 3. clap, applaud, Men.887, Plu.Ant. 12; τινί Luc.Cont.8. 4. c.dat.instr., ἐ. ὀδοῦσι chatter with one's teeth, Ps.-Luc.Philopatr.21; ἐ. τοῖς δακτύλοις snap the fingers, Eust. 1602.16: abs., Aristobul.9J.codd.Ath.

German (Pape)

[Seite 954] dabei Geräusch machen, rasseln; ἅρματα ἐπικροτέοντα, daherrasselnde Wagen, Hes. Sc. 308; τοῖς ὀδοῦσι, mit den Zähnen klappern, Luc. Philopatr. 21; – τὼ χεῖρε, die Hände zusammenschlagen, um Beifall zu klatschen, Synes.; u. ohne den Zusatz, ἐξάραντες ἐπικροτήσατε Menand. bei Schol. Ar. Plut. 689; τινί, Luc. Char. 8; Plut. Anton. 12; aber τοῖς δακτύλοις = dazu mit den Fingern ein Schnippchen schlagen, Ath. XII, 530 b. – Auch ἄκραν τὴν ὁπλὴν τῇ γῇ, darauf schlagen, Heliod.; τὰ κύμβαλα, die Cymbeln dazu schlagen, Alciphr. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire du bruit : τοῖς ὀδοῦσι LUC claquer des dents ; abs. ἐπικροτεῖν applaudir : τινι qqn.
Étymologie: ἐπίκροτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικροτέω: ποιῶ κρότον ἐπί τινος, τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο, ἐτινάσσοντο ὑπεράνω τοῦ ἐδάφους κροτοῦντα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 308: ― μετ’ αἰτ., κτυπῶ μετὰ κρότου, συγκρούω, τὰ κύμβαλα Ἀλκίφρων 1. 12˙ γένειον Ὀππ. Κ. 2. 244. 2) κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 304, Πλουτ. Ἀντών. 12, Λουκ. Χάρ. 8: ― μεταγεν., ἡμῶν δὲ ἐξ ἀπειρίας τὼ χεῖρε ἐπικροτούντων Συνέσ. 166D. 3) μετὰ δοτ. ὀργανικῆς, ἐπικροτῶν τοῖς ὁδοῦσι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 21˙ ἐπ. τοῖς δακτύλοις (ὡς νῦν οἱ ὀρχούμενοι), Λατ. digitis crepare, Εὐστ. 1602. 10˙ ἀπολ., Ἀριστόβ. παρ’ Ἀθην. 530Β.

Greek Monotonic

ἐπικροτέω: μέλ. -ήσω, κάνω κρότο πάνω στο έδαφος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικροτέω:
1) стучать (ἐπικροτέοντα ἅρματα Hes.; ἐ. ὀδοῦσι Luc.);
2) хлопать, рукоплескать (τινι Plut., Luc.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to rattle over the ground, Hes.