Ion. for ἐπιτέμνω.
[Seite 989] ion. = ἐπιτέμνω, Her.
ion. c. ἐπιτέμνω.Étymologie: ἐπί, τάμνω.
ἐπιτάμνω: Ἰων. ἀντὶ ἐπιτέμνω.
ἐπιτάμνω: Ιων. αντί ἐπιτέμνω.
ἐπιτάμνω: ион. = ἐπιτέμνω.