ἐπιτείχισις

Revision as of 15:37, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, building a fort on the enemy's frontier, Th.1.142; ἐ. Δεκελείας Id.6.93.

German (Pape)

[Seite 990] ἡ, das Anlegen von Befestigungen, Bollwerken gegen Jemanden, Thuc. 1, 142, Befestigung, Δεκελείας 6, 93.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se fortifier contre, fortification contre.
Étymologie: ἐπιτειχίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτείχῐσις: -εως, ἡ, ἡ οἰκοδόμησις φρουρίου ἐπὶ τῶν ἐχθρικῶν συνόρων, ἡ κατοχὴ αὐτῶν, Θουκ. 1. 142· ἐπ. Δεκελείας ὁ αὐτ. 6. 93.

Greek Monotonic

ἐπιτείχῐσις: -εως, ἡ, οικοδόμηση φρουρίου στα εχθρικά σύνορα, κατοχή συνόρων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτείχῐσις: εως ἡ
1) возведение укреплений Thuc.;
2) снабжение фортификационными сооружениями, укрепление (Δεκελίας Thuc.).

Middle Liddell

ἐπιτείχῐσις, εως [from ἐπιτειχίζω
the building a fort on the enemy's frontier, the occupation of it, Thuc.