укрепление
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
Russian > Greek
διατειχισμός, διοικοδόμησις, ἐκτειχισμός, ἐπιτείχισις, ἐπιτείχισμα, ὀχύρωσις, παρατείχισμα, περιτείχισις, πῆγμα, προπολεμητήριον, πύργωμα, ῥῶσις, σύστασις, τείχισις, τείχισμα, τειχισμός, τεῖχος, χαράκωσις