frantic
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἔμπληκτος, ἀπόπληκτος, μανιώδης, Ar. and P. ἐμβρόντητος, παραπλήξ, μανικός, V. μαργός (Plat. also but rare P.). μαργῶν, λυσσώδης, ἐπιβρόντητος, ἐμμανής (also Plat. but rare P.); see mad. Be frantic: P. and V. ἐξίστασθαι, λυσσᾶν (Plat. but rare P.), μαίνεσθαι, ἐνθουσιᾶν, βακχεύειν (Plat.), οἰστρᾶν (Plat.), ἐκβακχεύεσθαι (Plat.), V. ἐκμαργοῦσθαι, Ar. and V. ἀλύειν; see be mad, under mad.